- εὕρεμα
- -ατος τό N 3 0-0-3-0-4=7 Jer 45(38),2; 46(39),18; 51,35(45,5); Sir 20,9; 29,4finding, that which is found unexpectedly, piece of good luck, windfall Jer 45(38),2; sum realised by a sale Sir 20,9
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εὕρεμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρεμα — το βλ. εύρημα … Dictionary of Greek
εὕρεμ' — εὕρεμα , εὕρεμα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρεμάτων — εὕρεμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέμασι — εὕρεμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέμασιν — εὕρεμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέματα — εὕρεμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέματος — εὕρεμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
καθεύρεμα — καθεύρεμα, τὸ (Α) εφεύρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθευρίσκω. Το β συνθετικό εύρεμα είναι μετγν. τ. τού ρηματ. παρ. εὕρημα] … Dictionary of Greek